- ἐπιδείελος
- ἐπιδείελος, ον,A at even, about evening: neut. pl. ἐπιδείελα as Adv., Hes.Op.810,821 (nisi leg. ἐπὶ δείελα).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιδείελος — ἐπιδείελος, ον (Α) (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἐπιδείελα μετά το μεσημέρι, προς το βράδυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δείελος «απογευματινός, βραδινός» (πρβλ. δείλη «δειλινό»)] … Dictionary of Greek
ἐπιδείελα — ἐπιδείελος at even neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)